- μάργωμα
- (I)το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)]μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα.————————(II)το [μαργώνω (II)]φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας.
Dictionary of Greek. 2013.